εωρίζω

εωρίζω
ἐωρίζω (Μ) [εώρα]
1. δ. γρφ. τού αἰωρίζω*
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μετεωρίζω»
3. μέσ. ἐωρίζομαι (κατά τον Ησύχ.) «ἐωρίζεται
μετεωρίζεται, ἀναπατεῑ».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”